- υποτοξεύομαι
- Α [τοξεύω]βρίσκομαι σε απόσταση βολής από τοξευτές που βρίσκονται σε χαμηλότερο σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτοξεύεσθαι — ὑποτοξεύομαι to be exposed to arrows pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)